20 Νοεμβρίου 2013

Βάλτριο Θυμιατό για εχθρούς

Άλλο ένα σμυρναϊκό αντικείμενο Θυμιατό που χρησιμοποιείται για να διώξουν τους εχθρούς, αλλά και για να τους αποτρέψεις να σου κάνουν το κακό. Επάνω έκαιγαν αγκάθια και διάφορα άλλα λιβάνια για να κάνεις και κακό. Εδώ θα σας δώσω τον τρόπο πώς να το κατασκευάσετε!!!

Υλικά:


Μαύρο πιάτο Στρόγγυλο
Μορφή Λύκου η Βούδα (Μαύρο)
Πάπυρος η Περγαμηνή
Αγκάθια η Βάτος
Οψιδιανός
Αίμα από συκώτι

Διαδικασία:
Οι Βαλτρίδες το Θυμιατό το κατασκεύαζαν πάντα στης τελευταίες ημέρες της χάσης και πάντα διάλεγαν την Αφέγγαρη όπως την ονόμαζαν. Έτσι σε ένα πιάτο έβαζαν στο στρογγυλό πιάτο την μορφή ενός μαύρου βούδα η την μορφή ενός λύκου. Όταν πλέον το έφτιαχναν το ξάστριζαν για τρία βράδια σε χάση του φεγγαριού. Όταν έμπαινε η Γέμιση έκρυβαν το θυμιατό σε ένα μπαούλο (κάποιες λένε στο μπαούλο του Άντελε για να το προστατέψει) όταν ερχόταν ξανά η χάση το ξάστριαζαν τα τρία βράδια πριν την αφέγγαρη, κάθε μέρα με διαφορετικό ψαλμό την πρώτη με τον ψαλμό 41, την δεύτερη με τον ψαλμό 42 και την Τρίτη με τον ψαλμό 44. Την αφέγγαρη νύχτα λοιπόν το Χρησιμοποιούσαν.

Γράφει η Μάρα Μειμαρίδη για το ξόρκι του Θυμιατού με τον Οψιδιανό:

Για να κατακεραυνώσει έναν εχθρό προκειμένου να μην της σταθεί εμπόδιο στο διάβα της, η Βαλτρίδα έπαιρνε το δόρυ στη χάση της σελήνης, και το περνούσε σε μαύρο νήμα. Επάνω του έγραφε το όνομα του ανθρώπου που ήθελε να μην της προκαλέσει εμπόδιο κακό ή πόνο και το έθετε ανάθημα στη θεότητα του βωμού. Η θεότητα, ήταν εκείνη που αναλάμβανε την έκβαση της τύχης της και την προστάτευε από αυτό το συγκεκριμένο άτομο. Πάνω στον βωμό του θεού της, έγραφε μέσα σε χαρτί το όνομα.

«Ανεμοι και Θεοί, σεις που στον κόσμο καταιγίδες σπέρνετε 
και μαύρες ώρες σκορπάτε με δυστυχία, βάλετε το δόρυ μου 
στον εχθρό μου…(όνομα και γένος) να μην μπορεί να πει 
κακό, να μην μπορεί να κάνει κακό σε μένα την …(έλεγαν εδώ 
το όνομα τους και τη γενιά τους). Κι ότι κακό υπάρχει, 
κι ότι κακό έχει θελήσει να πάθω, το δόρυ τούτο πίσω 
θα του αποστείλει τις αρές του. Με τη δυστυχία του να 
ασχοληθεί και στο διάβα μου εμπόδιο πλέον να μην είναι»

Έκαιγαν τότε πάνω στον βωμό, το γραμμένο όνομα και πάνω στα καψίδια ακουμπούσαν το δόρυ τους. Πάνω του τοποθετούσαν τα αγκάθια του βάτου. Το θυμιατό αναβόταν κάθε βράδυ της χάσης της σελήνης μετά τις 7 σε μονή ώρα και ένα θυμίαμα θύμιζε στη θεότητα την υπόσχεσή της να προστατέψει την Βαλτρίδα από τον εχθρό της.

Αόρατοι εχθροί
Για να σταματήσουν την κακοτυχία, όταν όλα πάνε στραβά χωρίς να ξέρουν το γιατί, και αόρατοι εχθροί καραδοκούν από παντού, η Βαλτρίδα, περνούσε το δόρυ σε μαύρο νήμα και το κρεμούσε στον λαιμό της. Το πέτρωμα προφύλαγε την Βαλτρίδα όπως κατακεραύνωνε κάθε κακοβουλία που την πλησίαζε με μένος.


«Μηδόρα, τη λάμψη σου στο στέρνο μου παίρνω, 
αεικίνητο μάτι Χελιδόντος τάσω, βαλέτω τω εχθρώ 
μου όστις ήθελε εναντίον μου επιβουλευτεί. Και 
κάθε φορά που κακός οιωνός τις ή κακό μάτι με καραδοκεί, 
Μηδόρα πολέμαρχη, συ πρώτη, απέσταλε δορύτη 
ενάντια με δύναμη κι οργή. Κι εγώ, αήττητη, 
σμαράγδου τύχες λαμπρές θα αριθμώ και ανίκητη θα διαβαίνω»

Κάθε φορά που οι βαλτρίδες αισθάνονταν μια απειλή, χάιδευαν το δόρυ στο στέρνο τους και ψέλλιζαν τη λέξη «Μηδόρα».