Ψαλμοί του προφήτου και Βασιλέως Δαυίδ
001 - 010
Ψαλμός Α΄. 1
Μακάριος ανήρ, ός ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθισεν. Αλλ΄ ή εν τω νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός. Και έσται ως το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ό τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού και το φύλλον αυτού ουκ απορρυήσεται και πάντα, όσα αν ποιεί, κατευοδωθήσεται. Ούχ ούτως οι ασεβείς, ούχ ούτως• αλλ΄ ή ωσεί χνούς, όν εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου της γης. Δια τούτο ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει, ουδέ αμαρτωλοί εν βουλή δικαίων. Ότι γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων και οδός ασεβών απολείται.
Ψαλμός Β΄.2
Ινατί εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνήχθησαν επι το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του χριστού αυτού. Διαρρήξωμεν τους δεσμούς αυτών και απορρίψωμεν αφ΄ ημών τον ζυγόν αυτών. Ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς. Τότε λαλήσει προς αυτούς εν οργή αυτού και εν τω θυμώ αυτού ταράξει αυτούς. Εγώ δε κατεστάθην βασιλεύς υπ΄ αυτού επί Σιών όρος το άγιον αυτού, διαγγέλλων το πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος είπε προς με• υιός μου εί συ. Εγώ σήμερον γεγέννηκα σε. Αίτησαι παρ΄ εμού και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου και την κατάσχεσιν σου τα πέρατα της γης. Ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύη κεραμέως συντρίψεις αυτούς. Και νυν, βασιλείς, σύνετε• παιδεύθητε, πάντες οι κρίνοντες την γην. Δουλεύσατε τω Κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω. Δράξασθε παιδείας, μήποτε οργισθή Κύριος και απολείσθε εξ οδού δικαίας, όταν εκκαυθή εν τάχει ο θυμός αυτού, μακάριοι πάντες οι πεποιθότες επ΄ αυτώ.
Ψαλμός Γ΄. 3
Κύριε, τί επληθύνθησαν οι θλίβοντες με; πολλοί επανίστανται επ΄ εμέ. Πολλοί λέγουσι τη ψυχή μου• ουκ έστι σωτηρία αυτώ εν τω Θεώ αυτού. Συ δε, Κύριε, αντιλήπτωρ μου εί, δόξα μου και υψών την κεφαλήν μου. Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα και επήκουσε μου εξ όρους αγίου αυτού. Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα• εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεται μου. Ού φοβηθήσομαι από μυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτιθεμένων μοι. Ανάστα, Κύριε, σώσον με ο Θεός μου• ότι συ επάταξας πάντας τους εχθραίνοντας μοι ματαίως, οδόντας αμαρτωλών συνέτριψας. Του Κυρίου η σωτηρία και επί τον λαόν σου η ευλογία σου.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός Δ΄. 4
Εν τω επικαλείσθαι με εισήκουσας μου, ο Θεός της δικαιοσύνης μου, εν θλίψει επλάτυνας με• οικτείρησον με και εισάκουσον της προσευχής μου. Υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι; ινατί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος; Και γνώτε ότι εθαυμάστωσε Κύριος τον όσιον αυτού. Κύριος εισακούσεται μου εν τω κεκγραγέναι με προς αυτόν. Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε• ά λέγετε εν ταις καρδίαις υμών, επί ταις κοίταις υμών κατανύγητε. Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης και ελπίσατε επί Κύριον• πολλοί λέγουσι• τις δείξει ημίν τα αγαθά; Εσημειώθη εφ΄ ημάς το φως του προσώπου σου, Κύριε. ΄Εδωκας ευφροσύνη εις την καρδίαν μου, από καρπού σίτου, οίνου και ελαίου αυτών επληθύνθησαν. Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω• ότι σύ, Κύριε, κατά μόνας επ΄ ελπίδι κατώκισας με.
Ψαλμός Ε΄. 5
Τα ρήματα μου ενώτισαι, Κύριε, σύνες της κραυγής μου. Πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου, ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου• ότι προς σε προσεύξομαι, Κύριε. Το πρωί εισακούση της φωνής μου• το πρωί παραστήσομαι σοι και επόψει με• ότι ουχί Θεός θέλων ανομίαν συ ει. Ου παροικήσει σοι πονηρευόμενος, ουδέ διαμενούσι παράνομοι κατέναντι των οφθαλμών σου. Εμίσησας πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν• απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος. Άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται Κύριος. Εγώ δε εν τω πλήθει του ελέους σου εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς ναόν άγιον σου εν φόβω σου. Κύριε, οδήγησον με εν τη δικαιοσύνη σου ένεκα των εχθρών μου, κατεύθυνον ενώπιον σου την οδόν μου. Ότι ουκ έστιν εν τω στόματι αυτών αλήθεια• η καρδία αυτών ματαία. Τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταις γλώσσαις αυτών εδολιούσαν• κρίνον αυτούς, ο Θεός. Αποπεσάτωσαν από των διαβουλιών αυτών• κατά το πλήθος των ασεβειών αυτών έξωσον αυτούς, ότι παρεπίκραναν σε, Κύριε. Και ευφρανθείησαν πάντες οι ελπίζοντες επί σε• εις αιώνα αγαλλιάσονται και κατασκηνώσεις εν αυτοίς και καυχήσονται εν σοι πάντες οι αγαπώντες το όνομα σου. Ότι συ ευλογήσεις δίκαιον• Κύριε ως όπλω ευδοκίας εστεφάνωσας ημάς.
Ψαλμός ΣΤ΄. 6
Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με. Ελέησον με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί• ίασαι με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα• και συ, Κύριε, έως πότε; Επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου• σώσον με• ένεκεν του ελέους σου. Ότι ουκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων σου• εν δε τω ΄Αδη τίς εξομολογήσεται σοι; Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ΄ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσι μου την στρωμνήν μου βρέξω. Εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου, επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς μου. Απόστητε απ΄ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, ότι εισήκουσε Κύριος της φωνής του κλαυθμού μου. Ήκουσε Κύριος της δεήσεως μου, Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο. Αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οι εχθροί μου, αποστραφείησαν και καταισχυνθείησαν σφόδρα δια τάχους.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός Ζ΄. 7
Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα• σώσον με εκ πάντων των διωκόντων με και ρύσαι με. Μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου, μηδέ σώζοντος. Κύριε ο Θεός μου, ει εποίησα τούτο, εί έστιν αδικία εν χερσί μου. Εί ανταπέδωκα τοις ανταποδιδούσι μοι κακά, αποπέσοιμι άρα από των εχθρών μου κενός. Καταδιώξαι άρα ο εχθρός την ψυχήν μου και καταλάβοι και καταπατήσαι εις γην την ζωήν μου και την δόξαν μου εις χουν κατασκηνώσαι. Ανάστηθι, Κύριε, εν οργή σου, υψώθητι εν τοις πέρασι των εχθρών σου. Και εξεγέρθητι, Κύριε ο Θεός μου, εν προστάγματι, ω ενετείλω και συναγωγή λαών κυκλώσει σε• και υπέρ ταύτης εις ύψος επίστρεψον. Κύριος κρινεί λαούς. Κρίνον με, Κύριε, κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την ακακίαν μου επ΄ εμοί. Συντελεσθήτω δη πονηρία αμαρτωλών και κατευθυνείς δίκαιον, ετάζων καρδίας και νεφρούς ο Θεός. Δικαία η βοήθεια μου παρά του Θεού, του σώζοντος τους ευθείς τη καρδία. Ο Θεός κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος και μη οργήν επάγων καθ΄ εκάστην ημέραν. Εάν μη επιστραφήτε, την ρομφαίαν αυτού στιλβώσει, το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό. Και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο. Ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν. Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν και εμπεσείται εις βόθρον, όν ειργάσατο. Επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού και επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται. Εξομολογήσομαι τω Κυρίω κατά την δικαιοσύνην αυτού και ψαλώ το ονόματι Κυρίου του Υψίστου.
Ψαλμός Η΄. 8
Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη! Ότι επήρθη η μεγαλοπρέπεια σου υπεράνω των ουρανών. Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν. Ότι όψομαι τους ουρανούς έργα των δακτύλων σου, σελήνην και αστέρας, ά συ εθεμελίωσας. Τί έστιν άνθρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού; ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν; Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ΄ αγγέλους• δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου. Πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού, πρόβατα και βόας απάσας, έτι δε και τα κτήνη του πεδίου. Τα πετεινά του ουρανού και τους ιχθύας της θαλάσσης, τα διαπορευόμενα τρίβους θαλασσών. Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη!
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός Θ΄. 9
Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσια σου. Ευφρανθήσομαι και αγαλλιάσομαι εν σοι, ψαλώ το ονόματι σου, ΄Υψιστε. Εν τω αποστραφήναι τον εχθρόν μου εις τα οπίσω, ασθενήσουσι και απολούνται από προσώπου σου.Ότι εποίησας την κρίσιν μου και την δίκην μου• εκάθισας επί θρόνου ο κρίνων δικαιοσύνην. Επετίμησας έθνεσι και απώλετο ο ασεβής• το όνομα αυτού εξήλειψας εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος και πόλεις καθείλες. Απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ΄ ήχου και ο Κύριος εις τον αιώνα μένει. Ητοίμασεν εν κρίσει τον θρόνον αυτού και αυτός κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη, κρινεί λαούς εν ευθύτητι. Και εγένετο Κύριος καταφυγή τω πένητι, βοηθός εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσι. Και ελπισάτωσαν επί σοι οι γινώσκοντες το όνομα σου, ότι ουκ εγκατέλιπες τους εκζητούντας σε, Κύριε. Ψάλατε τω Κυρίω, τω κατοικούντι εν Σιών, αναγγείλατε εν τοις έθνεσι τα επιτηδεύματα αυτού. Ότι ο εκζητών τα αίματα αυτών εμνήσθη, ουκ επελάθετο της κραυγής των πενήτων. Ελέησον με, Κύριε, ίδε την ταπείνωσιν μου εκ των εχθρών μου, ο υψών με εκ των πυλών του θανάτου. ΄Οπως αν εξαγγείλω πάσας τας αινέσεις σου εν ταις πύλαις της θυγατρός Σιών• αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου. Ενεπάγησαν έθνη εν διαφθορά, ή εποίησαν• εν παγίδι ταύτη, ή έκρυψαν, συνελήφθη ο πούς αυτών. Γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιών• εν τοις έργοις των χειρών αυτού συνελήφθη ο αμαρτωλός. Αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί εις τον ΄Αδην, πάντα τα έθνη τα επιλανθανόμενα του Θεού. Ότι ουκ εις τέλος επιλησθήσεται ο πτωχός, η υπομονή των πενήτων ουκ απολείται εις τέλος. Ανάστηθι, Κύριε, μη κραταιούσθω άνθρωπος, κριθήτωσαν έθνη ενώπιον σου. Κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην επ΄ αυτούς• γνώτωσαν έθνη ότι άνθρωποι είσιν. Ινατί Κύριε, αφέστηκας μακρόθεν; υπεροράς εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσιν; Εν τω υπερηφανεύεσθαι τον ασεβή, εμπυρίζεται ο πτωχός• συλλαμβάνονται εν διαβουλίοις, οις διαλογίζονται. Ότι επαινείται ο αμαρτωλός εν ταις επιθυμίαις τη ψυχής αυτού και ο αδικών ενευλογείται. Παρώξυνε τον Κύριον ο αμαρτωλός• κατά το πλήθος της οργής αυτού ουκ εκζητήσει• ουκ έστιν ο Θεός ενώπιον αυτού. Βεβηλούνται αι οδοί αυτού εν παντί καιρώ• ανταναιρείται τα κρίματά σου από προσώπου αυτού, πάντων των εχθρών αυτού κατακυριεύσει. Είπε γαρ εν καρδία αυτού• Ου μη σαλευθώ από γενεάς εις γενεάν άνευ κακού. Ου αράς το στόμα αυτού γέμει και πικρίας και δόλου• υπό την γλώσσαν αυτού κόπος και πόνος. Εγκάθηται εν ενέδρα μετά πλουσίων, εν αποκρύφοις του αποκτείναι αθώον• οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσιν. Ενεδρεύει εν αποκρύφω, ως λεών εν τη μάνδρα αυτού• ενεδρεύει του αρπάσαι πτωχόν, αρπάσαι πτωχόν εν τω ελκύσαι αυτόν. Εν τη παγίδι αυτού ταπεινώσει αυτόν• κύψει και πεσείται εν τω αυτόν κατακυριεύσαι των πενήτων. Είπε γαρ εν καρδία αυτού• επιλέλησται ο Θεός, απέστρεψε το πρόσωπον αυτου του μη βλέπειν εις τέλος. Ανάστηθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η χείρ σου, μη επιλάθη των πενήτων σου εις τέλος. Ένεκεν τίνος παρώργισεν ο ασεβής τον Θεόν; είπε γαρ εν καρδία αυτού• ουκ εκζητήσει. Βλέπεις, ότι συ πόνον και θυμόν κατανοείς, του παραδούναι αυτόν εις χείρας σου. Σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός, ορφανώ σύ ήσθα βοηθός. Σύντριψον τον βραχίονα του αμαρτωλού και πονηρού• ζητηθήσεται η αμαρτία αυτού και ου μη ευρεθή.
Κύριος βασιλεύς εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Απολείσθε έθνη εκ της γης αυτού. Την επιθυμίαν των πενήτων εισήκουσας, Κύριε• τη ετοιμασία της καρδίας αυτών προσέσχε το ούς σου. Κρίναι ορφανώ και ταπεινώ, ίνα μη προσθή έτι του μεγαλαυχείν άνθρωπος επί της γης.
Ψαλμός Ι΄. 10
Επί τω Κυρίω πέποιθα, πως ερείτε τη ψυχή μου, μεταναστεύου επί τα όρη ως στρουθίον; Ότι ιδού οι αμαρτωλοί ενέτειναν τόξον, ητοίμασαν βέλη εις φαρέτραν, του κατατοξεύσαι εν σκοτομήνη τους ευθείς τη καρδία. Ότι ά συ κατηρτίσω, αυτοί καθείλον• ο δε δίκαιος τί εποίησε; Κύριος εν ναώ αγίω αυτού• Κύριος εν ουρανώ ο θρόνος αυτού• οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσι• τα βλέφαρα αυτού εξετάζει τους υιούς των ανθρώπων. Κύριος εξετάζει τον δίκαιον και τον ασεβή• ο δε αγαπών την αδικίαν μισεί την εαυτού ψυχήν. Επιβρέξει επί αμαρτωλούς παγίδας, πυρ και θείον και πνεύμα καταιγίδος η μερίς του ποτηρίου αυτών. Ότι δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον αυτού.
Δόξα.... Και νυν... Αλληλούια.
001 - 010
Ψαλμός Α΄. 1
Μακάριος ανήρ, ός ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθισεν. Αλλ΄ ή εν τω νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός. Και έσται ως το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ό τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού και το φύλλον αυτού ουκ απορρυήσεται και πάντα, όσα αν ποιεί, κατευοδωθήσεται. Ούχ ούτως οι ασεβείς, ούχ ούτως• αλλ΄ ή ωσεί χνούς, όν εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου της γης. Δια τούτο ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει, ουδέ αμαρτωλοί εν βουλή δικαίων. Ότι γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων και οδός ασεβών απολείται.
Ψαλμός Β΄.2
Ινατί εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνήχθησαν επι το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του χριστού αυτού. Διαρρήξωμεν τους δεσμούς αυτών και απορρίψωμεν αφ΄ ημών τον ζυγόν αυτών. Ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς. Τότε λαλήσει προς αυτούς εν οργή αυτού και εν τω θυμώ αυτού ταράξει αυτούς. Εγώ δε κατεστάθην βασιλεύς υπ΄ αυτού επί Σιών όρος το άγιον αυτού, διαγγέλλων το πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος είπε προς με• υιός μου εί συ. Εγώ σήμερον γεγέννηκα σε. Αίτησαι παρ΄ εμού και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου και την κατάσχεσιν σου τα πέρατα της γης. Ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύη κεραμέως συντρίψεις αυτούς. Και νυν, βασιλείς, σύνετε• παιδεύθητε, πάντες οι κρίνοντες την γην. Δουλεύσατε τω Κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω. Δράξασθε παιδείας, μήποτε οργισθή Κύριος και απολείσθε εξ οδού δικαίας, όταν εκκαυθή εν τάχει ο θυμός αυτού, μακάριοι πάντες οι πεποιθότες επ΄ αυτώ.
Ψαλμός Γ΄. 3
Κύριε, τί επληθύνθησαν οι θλίβοντες με; πολλοί επανίστανται επ΄ εμέ. Πολλοί λέγουσι τη ψυχή μου• ουκ έστι σωτηρία αυτώ εν τω Θεώ αυτού. Συ δε, Κύριε, αντιλήπτωρ μου εί, δόξα μου και υψών την κεφαλήν μου. Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα και επήκουσε μου εξ όρους αγίου αυτού. Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα• εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεται μου. Ού φοβηθήσομαι από μυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτιθεμένων μοι. Ανάστα, Κύριε, σώσον με ο Θεός μου• ότι συ επάταξας πάντας τους εχθραίνοντας μοι ματαίως, οδόντας αμαρτωλών συνέτριψας. Του Κυρίου η σωτηρία και επί τον λαόν σου η ευλογία σου.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός Δ΄. 4
Εν τω επικαλείσθαι με εισήκουσας μου, ο Θεός της δικαιοσύνης μου, εν θλίψει επλάτυνας με• οικτείρησον με και εισάκουσον της προσευχής μου. Υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι; ινατί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος; Και γνώτε ότι εθαυμάστωσε Κύριος τον όσιον αυτού. Κύριος εισακούσεται μου εν τω κεκγραγέναι με προς αυτόν. Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε• ά λέγετε εν ταις καρδίαις υμών, επί ταις κοίταις υμών κατανύγητε. Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης και ελπίσατε επί Κύριον• πολλοί λέγουσι• τις δείξει ημίν τα αγαθά; Εσημειώθη εφ΄ ημάς το φως του προσώπου σου, Κύριε. ΄Εδωκας ευφροσύνη εις την καρδίαν μου, από καρπού σίτου, οίνου και ελαίου αυτών επληθύνθησαν. Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω• ότι σύ, Κύριε, κατά μόνας επ΄ ελπίδι κατώκισας με.
Ψαλμός Ε΄. 5
Τα ρήματα μου ενώτισαι, Κύριε, σύνες της κραυγής μου. Πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου, ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου• ότι προς σε προσεύξομαι, Κύριε. Το πρωί εισακούση της φωνής μου• το πρωί παραστήσομαι σοι και επόψει με• ότι ουχί Θεός θέλων ανομίαν συ ει. Ου παροικήσει σοι πονηρευόμενος, ουδέ διαμενούσι παράνομοι κατέναντι των οφθαλμών σου. Εμίσησας πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν• απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος. Άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται Κύριος. Εγώ δε εν τω πλήθει του ελέους σου εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς ναόν άγιον σου εν φόβω σου. Κύριε, οδήγησον με εν τη δικαιοσύνη σου ένεκα των εχθρών μου, κατεύθυνον ενώπιον σου την οδόν μου. Ότι ουκ έστιν εν τω στόματι αυτών αλήθεια• η καρδία αυτών ματαία. Τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταις γλώσσαις αυτών εδολιούσαν• κρίνον αυτούς, ο Θεός. Αποπεσάτωσαν από των διαβουλιών αυτών• κατά το πλήθος των ασεβειών αυτών έξωσον αυτούς, ότι παρεπίκραναν σε, Κύριε. Και ευφρανθείησαν πάντες οι ελπίζοντες επί σε• εις αιώνα αγαλλιάσονται και κατασκηνώσεις εν αυτοίς και καυχήσονται εν σοι πάντες οι αγαπώντες το όνομα σου. Ότι συ ευλογήσεις δίκαιον• Κύριε ως όπλω ευδοκίας εστεφάνωσας ημάς.
Ψαλμός ΣΤ΄. 6
Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με. Ελέησον με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί• ίασαι με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα• και συ, Κύριε, έως πότε; Επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου• σώσον με• ένεκεν του ελέους σου. Ότι ουκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων σου• εν δε τω ΄Αδη τίς εξομολογήσεται σοι; Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ΄ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσι μου την στρωμνήν μου βρέξω. Εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου, επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς μου. Απόστητε απ΄ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, ότι εισήκουσε Κύριος της φωνής του κλαυθμού μου. Ήκουσε Κύριος της δεήσεως μου, Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο. Αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οι εχθροί μου, αποστραφείησαν και καταισχυνθείησαν σφόδρα δια τάχους.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός Ζ΄. 7
Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα• σώσον με εκ πάντων των διωκόντων με και ρύσαι με. Μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου, μηδέ σώζοντος. Κύριε ο Θεός μου, ει εποίησα τούτο, εί έστιν αδικία εν χερσί μου. Εί ανταπέδωκα τοις ανταποδιδούσι μοι κακά, αποπέσοιμι άρα από των εχθρών μου κενός. Καταδιώξαι άρα ο εχθρός την ψυχήν μου και καταλάβοι και καταπατήσαι εις γην την ζωήν μου και την δόξαν μου εις χουν κατασκηνώσαι. Ανάστηθι, Κύριε, εν οργή σου, υψώθητι εν τοις πέρασι των εχθρών σου. Και εξεγέρθητι, Κύριε ο Θεός μου, εν προστάγματι, ω ενετείλω και συναγωγή λαών κυκλώσει σε• και υπέρ ταύτης εις ύψος επίστρεψον. Κύριος κρινεί λαούς. Κρίνον με, Κύριε, κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την ακακίαν μου επ΄ εμοί. Συντελεσθήτω δη πονηρία αμαρτωλών και κατευθυνείς δίκαιον, ετάζων καρδίας και νεφρούς ο Θεός. Δικαία η βοήθεια μου παρά του Θεού, του σώζοντος τους ευθείς τη καρδία. Ο Θεός κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος και μη οργήν επάγων καθ΄ εκάστην ημέραν. Εάν μη επιστραφήτε, την ρομφαίαν αυτού στιλβώσει, το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό. Και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο. Ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν. Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν και εμπεσείται εις βόθρον, όν ειργάσατο. Επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού και επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται. Εξομολογήσομαι τω Κυρίω κατά την δικαιοσύνην αυτού και ψαλώ το ονόματι Κυρίου του Υψίστου.
Ψαλμός Η΄. 8
Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη! Ότι επήρθη η μεγαλοπρέπεια σου υπεράνω των ουρανών. Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν. Ότι όψομαι τους ουρανούς έργα των δακτύλων σου, σελήνην και αστέρας, ά συ εθεμελίωσας. Τί έστιν άνθρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού; ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν; Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ΄ αγγέλους• δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου. Πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού, πρόβατα και βόας απάσας, έτι δε και τα κτήνη του πεδίου. Τα πετεινά του ουρανού και τους ιχθύας της θαλάσσης, τα διαπορευόμενα τρίβους θαλασσών. Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη!
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός Θ΄. 9
Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσια σου. Ευφρανθήσομαι και αγαλλιάσομαι εν σοι, ψαλώ το ονόματι σου, ΄Υψιστε. Εν τω αποστραφήναι τον εχθρόν μου εις τα οπίσω, ασθενήσουσι και απολούνται από προσώπου σου.Ότι εποίησας την κρίσιν μου και την δίκην μου• εκάθισας επί θρόνου ο κρίνων δικαιοσύνην. Επετίμησας έθνεσι και απώλετο ο ασεβής• το όνομα αυτού εξήλειψας εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος και πόλεις καθείλες. Απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ΄ ήχου και ο Κύριος εις τον αιώνα μένει. Ητοίμασεν εν κρίσει τον θρόνον αυτού και αυτός κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη, κρινεί λαούς εν ευθύτητι. Και εγένετο Κύριος καταφυγή τω πένητι, βοηθός εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσι. Και ελπισάτωσαν επί σοι οι γινώσκοντες το όνομα σου, ότι ουκ εγκατέλιπες τους εκζητούντας σε, Κύριε. Ψάλατε τω Κυρίω, τω κατοικούντι εν Σιών, αναγγείλατε εν τοις έθνεσι τα επιτηδεύματα αυτού. Ότι ο εκζητών τα αίματα αυτών εμνήσθη, ουκ επελάθετο της κραυγής των πενήτων. Ελέησον με, Κύριε, ίδε την ταπείνωσιν μου εκ των εχθρών μου, ο υψών με εκ των πυλών του θανάτου. ΄Οπως αν εξαγγείλω πάσας τας αινέσεις σου εν ταις πύλαις της θυγατρός Σιών• αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου. Ενεπάγησαν έθνη εν διαφθορά, ή εποίησαν• εν παγίδι ταύτη, ή έκρυψαν, συνελήφθη ο πούς αυτών. Γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιών• εν τοις έργοις των χειρών αυτού συνελήφθη ο αμαρτωλός. Αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί εις τον ΄Αδην, πάντα τα έθνη τα επιλανθανόμενα του Θεού. Ότι ουκ εις τέλος επιλησθήσεται ο πτωχός, η υπομονή των πενήτων ουκ απολείται εις τέλος. Ανάστηθι, Κύριε, μη κραταιούσθω άνθρωπος, κριθήτωσαν έθνη ενώπιον σου. Κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην επ΄ αυτούς• γνώτωσαν έθνη ότι άνθρωποι είσιν. Ινατί Κύριε, αφέστηκας μακρόθεν; υπεροράς εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσιν; Εν τω υπερηφανεύεσθαι τον ασεβή, εμπυρίζεται ο πτωχός• συλλαμβάνονται εν διαβουλίοις, οις διαλογίζονται. Ότι επαινείται ο αμαρτωλός εν ταις επιθυμίαις τη ψυχής αυτού και ο αδικών ενευλογείται. Παρώξυνε τον Κύριον ο αμαρτωλός• κατά το πλήθος της οργής αυτού ουκ εκζητήσει• ουκ έστιν ο Θεός ενώπιον αυτού. Βεβηλούνται αι οδοί αυτού εν παντί καιρώ• ανταναιρείται τα κρίματά σου από προσώπου αυτού, πάντων των εχθρών αυτού κατακυριεύσει. Είπε γαρ εν καρδία αυτού• Ου μη σαλευθώ από γενεάς εις γενεάν άνευ κακού. Ου αράς το στόμα αυτού γέμει και πικρίας και δόλου• υπό την γλώσσαν αυτού κόπος και πόνος. Εγκάθηται εν ενέδρα μετά πλουσίων, εν αποκρύφοις του αποκτείναι αθώον• οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσιν. Ενεδρεύει εν αποκρύφω, ως λεών εν τη μάνδρα αυτού• ενεδρεύει του αρπάσαι πτωχόν, αρπάσαι πτωχόν εν τω ελκύσαι αυτόν. Εν τη παγίδι αυτού ταπεινώσει αυτόν• κύψει και πεσείται εν τω αυτόν κατακυριεύσαι των πενήτων. Είπε γαρ εν καρδία αυτού• επιλέλησται ο Θεός, απέστρεψε το πρόσωπον αυτου του μη βλέπειν εις τέλος. Ανάστηθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η χείρ σου, μη επιλάθη των πενήτων σου εις τέλος. Ένεκεν τίνος παρώργισεν ο ασεβής τον Θεόν; είπε γαρ εν καρδία αυτού• ουκ εκζητήσει. Βλέπεις, ότι συ πόνον και θυμόν κατανοείς, του παραδούναι αυτόν εις χείρας σου. Σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός, ορφανώ σύ ήσθα βοηθός. Σύντριψον τον βραχίονα του αμαρτωλού και πονηρού• ζητηθήσεται η αμαρτία αυτού και ου μη ευρεθή.
Κύριος βασιλεύς εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Απολείσθε έθνη εκ της γης αυτού. Την επιθυμίαν των πενήτων εισήκουσας, Κύριε• τη ετοιμασία της καρδίας αυτών προσέσχε το ούς σου. Κρίναι ορφανώ και ταπεινώ, ίνα μη προσθή έτι του μεγαλαυχείν άνθρωπος επί της γης.
Ψαλμός Ι΄. 10
Επί τω Κυρίω πέποιθα, πως ερείτε τη ψυχή μου, μεταναστεύου επί τα όρη ως στρουθίον; Ότι ιδού οι αμαρτωλοί ενέτειναν τόξον, ητοίμασαν βέλη εις φαρέτραν, του κατατοξεύσαι εν σκοτομήνη τους ευθείς τη καρδία. Ότι ά συ κατηρτίσω, αυτοί καθείλον• ο δε δίκαιος τί εποίησε; Κύριος εν ναώ αγίω αυτού• Κύριος εν ουρανώ ο θρόνος αυτού• οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσι• τα βλέφαρα αυτού εξετάζει τους υιούς των ανθρώπων. Κύριος εξετάζει τον δίκαιον και τον ασεβή• ο δε αγαπών την αδικίαν μισεί την εαυτού ψυχήν. Επιβρέξει επί αμαρτωλούς παγίδας, πυρ και θείον και πνεύμα καταιγίδος η μερίς του ποτηρίου αυτών. Ότι δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον αυτού.
Δόξα.... Και νυν... Αλληλούια.