Ψαλμοί του προφήτου και Βασιλέως Δαυίδ
011 - 020
Ψαλμός ΙΑ΄. 11
Σώσον με, Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος• ότι ωλιγώθησαν αι αλήθειαι από των υιών των ανθρώπων. Μάταια ελάλησεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού• χείλη δόλια εν καρδία και εν καρδία ελάλησε κακά. Εξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τα χείλη τα δόλια και γλώσσαν μεγαλορρήμονα. Τους ειπόντας• Την γλώσσαν ημών μεγαλυνούμεν, τα χείλη ημών παρ΄ ημίν έστι• τις ημών Κύριος έστιν; Από της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων, νυν αναστήσομαι, λέγει Κύριος• θήσομαι εν σωτηρίω, παρρησιάσομαι εν αυτώ. Τα λόγια Κυρίου λόγια αγνά, αργύριον πεπυρωμένον, δοκίμιον τη γη κεκαθαρισμένον επταπλασίως. Συ, Κύριε, φυλάξαις ημάς και διατηρήσαις ημάς από της γενεάς ταύτης και εις τον αιώνα. Κύκλω οι ασεβείς περιπατούσι• κατά το ύψος σου επολυώρησας τους υιούς των ανθρώπων.
Ψαλμός ΙΒ΄. 12
Έως πότε, Κύριε, επιλύσει μου εις τέλος; έως πότε αποστρέψεις το πρόσωπον σου απ΄ εμού; Έως τίνος θήσομαι βουλάς εν ψυχή μου, οδύνας εν καρδία μου ημέρας και νυκτός; Έως πότε υψωθήσεται ο εχθρός μου επ΄ εμέ; Επίβλεψον, εισάκουσον μου, Κύριε ο Θεός μου• φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον. Μήποτε είπη ο εχθρός μου• ΄Ισχυσα προς αυτόν. Οι θλίβοντες με αγαλλιάσονται, εάν σαλευθώ. Εγώ δε επί τω ελέει σου ήλπισα. Αγαλλιάσεται η καρδία μου επί τω σωτηρίω σου. άσω τω Κυρίω τω ευεργετήσαντι με και ψαλώ τω ονόματι Κυρίου του Υψίστου.
Ψαλμός ΙΓ΄. 13
Είπεν άφρων εν καρδία αυτού• ουκ έστι Θεός. Διεφθάρησαν και εβδελύχθησαν εν επιτηδεύμασιν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. Κύριος εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων, του ιδείν ει έστι συνιών ή εκζητών τον Θεόν. Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν• ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. Ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν; οι εσθίοντες τον λαόν μου εν βρώσει άρτου, τον Κύριον ουκ επεκαλέσαντο. Εκεί εδειλίασαν φόβω, ού ουκ ην φόβος• ότι ο Κύριος εν γενεά δικαίων. Βουλήν πτωχού κατησχύνατε• ο δε Κύριος ελπίς αυτού έστι. Τις δώσει εκ Σιών το σωτήριον του Ισραήλ; Εν τω επιστρέψαι Κύριον την αιχμαλωσίαν του λαού αυτού, αγαλλιάσεται Ιακώβ και ευφρανθήσεται Ισραήλ.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός ΙΔ΄. 14
Κύριε, τις παροικήσει εν τω σκηνώματι σου; ή τις κατασκηνώσει εν όρει αγίω σου; Πορευόμενος άμωμος και εργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλών αλήθειαν εν καρδία αυτού• ΄Ος ουκ εδόλωσεν εν γλώσση αυτού και ουκ εποίησε τω πλησίον αυτού κακόν και ονειδισμόν ουκ έλαβεν επί τοις έγγιστα αυτού. Εξουδένωται ενώπιον αυτού πονηρευόμενος, τους δε φοβουμένους τον Κύριον δοξάζει. Ο ομνύων τον πλησίον αυτού και ουκ αθετών• το αργύριον αυτού ουκ έδωκεν επί τόκω και δώρα επ΄ αθώοις ουκ έλαβεν. Ο ποιών ταύτα, ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα.
Ψαλμος ΙΕ΄. 15
Φύλαξον με, Κύριε, ότι επί σοι ήλπισα• είπα τω Κυρίω• Κύριος μου ει σύ, ότι των αγαθών μου ού χρείαν έχεις. Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος, πάντα τα θελήματα αυτού εν αυτοίς. Επληθύνθησαν αι ασθένειαι αυτών, μετά ταύτα ετάχυναν. Ου μη συναγάγω τας συναγωγάς αυτών εξ αιμάτων, ουδ΄ ου μη μνησθώ τω ονομάτων αυτών δια χειλέων μου. Κύριος μερίς της κληρονομίας μου και του ποτηρίου μου• συ εί ο αποκαθιστών την κληρονομίαν μου εμοί. Σχοινία επέπεσε μοι εν τοις κρατίστοις και γαρ η κληρονομία μου κρατίστη μοι έστιν. Ευλογήσω τον Κύριον τον συνετίσαντα με, έτι δε και έως νυκτός επαίδευσαν με οι νεφροί μου. Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου έστιν, ίνα μη σαλευθώ. Δια τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου, έτι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ΄ ελπίδι. Ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδην, ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. Εγνώρισας μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου• τερπνότητες εν τη δεξιά σου εις τέλος.
Ψαλμός ΙΣΤ΄. 16
Εισάκουσον, Κύριε, της δικαιοσύνης μου, πρόσχες τη δεήσει μου. Ενώτισαι την προσευχήν μου, ουκ εν χείλεσι δολίοις. Εκ προσώπου σου το κρίμα μου εξέλθοι, οι οφθαλμοί μου ιδέτωσαν ευθύτητας. Εδοκίμασας την καρδίαν μου, επεσκέψω νυκτός• επύρωσας με και ούχ ευρέθη εν εμοί αδικία. ΄Οπως αν μη λαλήση το στόμα μου τα έργα των ανθρώπων, δια τους λόγους των χειλέων σου εγώ εφύλαξα οδούς σκληράς. Κατάρτισαι τα διαβήματα μου εν ταις τρίβοις σου, ίνα μη σαλευθώσι τα διαβήματα μου. Εγώ εκέκραξα, ότι επήκουσας μου, ο Θεός• κλίνον το ούς σου εμοί και εισάκουσον των ρημάτων μου. Θαυμάστωσον τα ελέη σου, ο σώζων τους ελπίζοντας επί σε• εκ των ανθεστηκότων τη δεξιά σου φύλαξον με, Κύριε, ως κόρην οφθαλμού. Εν σκέπη των πτερύγων σου σκεπάσεις με, από προσώπου ασεβών των ταλαιπωρησάντων με. Οι εχθροί μου την ψυχήν μου περιέσχον• το στέαρ αυτών συνέκλεισαν, το στόμα αυτών ελάλησεν υπερηφανίαν. Εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσαν με, τους οφθαλμούς αυτών έθεντο εκκλιναι εν τη γη. Υπέλαβον με ωσεί λέων έτοιμος εις θήραν και ωσεί σκύμνος οικών εν αποκρύφοις. Ανάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αυτούς και υποσκέλισον αυτούς• ρύσαι την ψυχήν μου από ασεβούς, ρομφαίαν σου από εχθρών της χειρός σου. Κύριε, από ολίγων από γης διαμέρισον αυτούς εν τη ζωή αυτών,και των κεκρυμμένων σου επλήσθη η γαστήρ αυτών. Εχορτάσθησαν υείων και αφήκαν τα κατάλοιπα τοις νηπίοις αυτών. Εγώ δε εν δικαιοσύνη οφθήσομαι τω προσώπω σου• χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν σου.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός ΙΖ΄. 17
Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου. Κύριος στερέωμα μου και καταφυγή μου και ρύστης μου. Ο Θεός μου, βοηθός μου και ελπιώ επ΄ αυτόν• υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου και αντιλήπτωρ μου. Αινών επικαλέσομαι τον Κύριον και εκ των εχθρών μου σωθήσομαι. Περιέσχον με ωδίνες θανάτου και χείμαρροι ανομίας εξετάραξαν με. Ωδίνες άδου περιεκύκλωσαν με, προέφθασαν με παγίδες θανάτου. Και εν τω θλίβεσθαι με επεκαλεσάμην τον Κύριον και προς τον Θεόν μου εκέκραξα. ΄Ηκουσεν εκ ναού αγίου αυτού φωνής μου και η κραυγή μου ενώπιον αυτου εισελεύσεται εις τα ώτα αυτού. Και εσαλεύθη και έντρομος εγενήθη η γη και τα θεμέλια των ορέων εταράχθησαν και εσαλεύθησαν, ότι ωργίσθη αυτοίς ο Θεός. Ανέβη καπνός εν οργή αυτού και πυρ από προσώπου αυτού κατεφλόγισεν, άνθρακες ανήφθησαν απ΄ αυτού. Και έκλινεν ουρανούς και κατέβη και γνόφος υπό τους πόδας αυτού. Και επέβη επί Χερουβίμ και επετάσθη• επετάσθη επί πτερύγων ανέμων. Και έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού, κύκλω αυτού η σκηνή αυτού, σκοτεινόν ύδωρ εν νεφέλαις αέρων. Από της τηλαυγήσεως ενώπιον αυτού αι νεφέλαι διήλθον, χάλαζα και άνθρακες πυρός. Και εβρόντησεν εξ ουρανού ο Κύριος και ο ΄Υψιστος έδωκε φωνήν αυτού. Εξαπέστειλε βέλη και εσκόρπισεν αυτούς και αστραπάς επλήθυνε και συνετάραξεν αυτούς. Και ώφθησαν αι πηγαί των υδάτων και ανεκαλύφθη τα θεμέλια της οικουμένης από επιτιμήσεως σου, Κύριε, από εμπνεύσεως πνεύματος οργής σου. Εξαπέστειλεν εξ ύψους και έλαβε με• προσελάβετο με εξ υδάτων πολλών. Ρύσεται με εξ εχθρών μου δυνατών και εκ των μισούντων με, ότι εστερεώθησαν υπέρ εμέ. Προέφθασαν με εν ημέρα κακώσεως μου• και εγένετο Κύριος αντιστήριγμα μου. Και εξήγαγε με εις πλατυσμόν• ρύσεται με, ότι ηθέλησε με. Και ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου ανταποδώσει μοι. Ότι εφύλαξα τας οδούς Κυρίου και ουκ ησέβησα από του Θεού μου. Ότι πάντα τα κρίματα αυτού ενώπιον μου και τα δικαιώματα αυτού ουκ απέστησαν απ΄ εμού. Και έσομαι άμωμος μετ΄ αυτού και φυλάξομαι από της ανομίας μου. Και ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου, ενώπιον των οφθαλμών αυτού. Μετά οσίου όσιος έση και μετά ανδρός αθώου αθώος έση• και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση• και μετά στρεβλού διαστρέψεις. Ότι συ λαόν ταπεινόν σώσεις και οφθαλμούς υπερηφάνων ταπεινώσεις. Ότι σύ φωτιείς λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτιείς το σκοτος μου. Ότι εν σοι ρυσθήσομαι από πειρατηρίου και εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Ο Θεός μου, άμωμος η οδός αυτού• τα λόγια Κυρίου πεπυρωμένα, υπερασπιστής έστι πάντων των ελπιζόντων επ΄ αυτόν. Ότι τίς Θεός πάρεξ του Κυρίου; ή τίς Θεός πλην του Θεού ημών; Ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν και έθετο άμωμον την οδόν μου. Καταρτιζόμενος τους πόδας μου ωσεί ελάφου και επί τα υψηλά ιστών με. Διδάσκων χείρας μου εις πόλεμον• και έθου τόξον χαλκούν τους βραχίονας μου. Και έδωκας μοι υπερασπισμόν σωτηρίας και η δεξιά σου αντελάβετο μου. Και η παιδεία σου ανώρθωσε με εις τέλος και η παιδεία σου αυτή με διδάξει. Επλάτυνας τα διαβήματα μου υποκάτω μου και ουκ ησθένησαν τα ίχνη μου. Καταδιώξω τους εχθρούς μου και καταλήψομαι αυτούς και ουκ αποστραφήσομαι, έως άν εκλίπωσιν. Εκθλίψω αυτούς και ου μη δύνωνται στήναι• πεσούνται υπό τους πόδας μου. Και περιέζωσας με δύναμιν εις πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τους επανισταμένους επ΄ εμέ υποκάτω μου. Και τους εχθρούς μου έδωκας μοι νώτον και τους μισούντας με εξωλόθρευσας. Εκέκραξαν και ουκ ην ο σώζων, προς Κύριον και ουκ εισήκουσεν αυτών. Και λεπτυνώ αυτούς ωσεί χνούν κατά πρόσωπον ανέμου, ως πηλόν πλατειών λεανώ αυτούς. Ρύση με εξ αντιλογίας λαού, καταστήσεις με εις κεφαλήν εθνών. Λαός, όν ουκ έγνων, εδούλευσε μοι• εις ακοήν ωτίου υπήκουσε μου. Υιοί αλλότριοι εψεύσαντο μοι• υιοί αλλότριοι επαλαιώθησαν και εχώλαναν από των τρίβων αυτών. Ζή Κύριος και ευλογητός ο Θεός μου και υψωθήτω ο Θεός της σωτηρίας μου. Ο Θεός, ο διδούς εκδικήσεις εμοί και υποτάξας λαούς υπ΄ εμέ• ο ρύστης μου εξ εχθρών μου οργίλων. Από των επανισταμένων επ΄ εμέ υψώσεις με, από ανδρός αδίκου ρύση με. Δια τούτο εξομολογήσομαι σοι εν έθνεσι, Κύριε και τω ονόματι σου ψαλώ. Μεγαλύνων τας σωτηρίας του βασιλέως αυτού και ποιών έλεος τω χριστώ αυτού, τω Δαυίδ και τω σπέρματι αυτού έως αιώνος.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός ΙΗ΄. 18
Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα. Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν. Ουκ εισί λαλιαί ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών. Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών. Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού• και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού. Αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν αυτού• απ΄ άκρου του ουρανού η έξοδος αυτού και το κατάντημα αυτού έως άκρου του ουρανού• και ουκ έστιν ος αποκρυβήσεται της θέρμης αυτού. Ο νόμος Κυρίου άμωμος, επιστρέφων ψυχάς• η μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια. Τα δικαιώματα Κυρίου ευθέα, ευφραίνοντα καρδίαν• η εντολή Κυρίου τηλαυγής, φωτίζουσα οφθαλμούς. Ο φόβος Κυρίου αγνός, διαμένων εις αιώνα αιώνος• τα κρίματα Κυρίου αληθινά, δεδικαιωμένα επί το αυτό. Επιθυμητά υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν και γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον. Και γαρ ο δούλος σου φυλάσσει αυτά• εν τω φυλάσσειν αυτά ανταπόδοσις πολλή. Παραπτώματα τις συνήσει; εκ των κρυφίων μου καθάρισον με και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου. Εάν μη μου κατακυριεύσωσι, τότε άμωμος έσομαι και καθαρισθήσομαι από αμαρτίας μεγάλης. Και έσονται εις ευδοκίαν τα λόγια του στόματος μου και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιον σου δια παντός. Κύριε, βοηθέ μου και λυτρωτά μου.
Ψαλμός ΙΘ΄. 19
Επακούσαι σου Κύριος εν ημέρα θλίψεως• υπερασπίσαι σου το όνομα του Θεού Ιακώβ. Εξαποστείλαι σοι βοήθειαν εξ αγίου και εκ Σιών αντιλάβοιτο σου. Μνησθείη πάσης θυσίας σου και το ολοκαύτωμα σου πιανάτω. Δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι. Αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου και εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. Πληρώσαι Κύριος πάντα τα αιτήματα σου• νυν έγνων, ότι έσωσε Κύριος τον χριστόν αυτού. Επακούσεται αυτού εξ ουρανού αγίου αυτού• εν δυναστείαις η σωτηρία της δεξιάς αυτού. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις• ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. Αυτοί συνεποδίσθησαν και έπεσαν• ημείς δε ανέστημεν και ανωρθώθημεν. Κύριε, σώσον τον Βασιλέα και επάκουσον ημών, εν ή αν ημέρα επικαλεσώμεθα σε.
Ψαλμός Κ΄. 20
Κύριε, εν τη δυνάμει σου ευφρανθήσεται ο βασιλεύς και επί τω σωτηρίω σου αγαλλιάσεται σφόδρα• Την επιθυμίαν της καρδίας αυτού έδωκας αυτώ και την θέλησιν των χειλέων αυτού ουκ εστέρησας αυτόν. Ότι προέφθασας αυτόν εν ευλογίαις χρηστότητος• έθηκας επί την κεφαλήν αυτού στέφανον εκ λίθου τιμίου. Ζωήν ητήσατο σε και έδωκας αυτώ μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος. Μεγάλη η δόξα αυτού εν τω σωτηρίω σου, δόξαν και μεγαλοπρέπειαν επιθήσεις επ΄ αυτόν. Ότι δώσεις αυτώ ευλογίαν εις αιώνα αιώνος• ευφρανείς αυτόν εν χαρά μετά του προσώπου σου. Ότι ο βασιλεύς ελπίζει επί Κύριον και εν τω ελέει του Υψίστου ου μη σαλευθή. Ευρεθείη η χειρ σου πάσι τοις εχθροίς σου• η δεξιά σου εύροι πάντας τους μισούντας σε. Ότι θήσεις αυτούς εις κλίβανον πυρός εις καιρόν του προσώπου σου• Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς και καταφάγεται αυτούς πυρ. Τον καρπόν αυτών από της γης απολείς και το σπέρμα αυτών από υιών ανθρώπων. Ότι έκλιναν εις σε κακά, διελογίσαντο βουλάς, αις ου μη δύνωνται στήναι. Ότι θήσεις αυτούς νώτον• εν τοις περιλοίποις σου ετοιμάσεις το πρόσωπον αυτών. Υψώθητι, Κύριε, εν τη δυνάμει σου• άσομεν και ψαλούμεν τας δυναστείας σου.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
011 - 020
Ψαλμός ΙΑ΄. 11
Σώσον με, Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος• ότι ωλιγώθησαν αι αλήθειαι από των υιών των ανθρώπων. Μάταια ελάλησεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού• χείλη δόλια εν καρδία και εν καρδία ελάλησε κακά. Εξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τα χείλη τα δόλια και γλώσσαν μεγαλορρήμονα. Τους ειπόντας• Την γλώσσαν ημών μεγαλυνούμεν, τα χείλη ημών παρ΄ ημίν έστι• τις ημών Κύριος έστιν; Από της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων, νυν αναστήσομαι, λέγει Κύριος• θήσομαι εν σωτηρίω, παρρησιάσομαι εν αυτώ. Τα λόγια Κυρίου λόγια αγνά, αργύριον πεπυρωμένον, δοκίμιον τη γη κεκαθαρισμένον επταπλασίως. Συ, Κύριε, φυλάξαις ημάς και διατηρήσαις ημάς από της γενεάς ταύτης και εις τον αιώνα. Κύκλω οι ασεβείς περιπατούσι• κατά το ύψος σου επολυώρησας τους υιούς των ανθρώπων.
Ψαλμός ΙΒ΄. 12
Έως πότε, Κύριε, επιλύσει μου εις τέλος; έως πότε αποστρέψεις το πρόσωπον σου απ΄ εμού; Έως τίνος θήσομαι βουλάς εν ψυχή μου, οδύνας εν καρδία μου ημέρας και νυκτός; Έως πότε υψωθήσεται ο εχθρός μου επ΄ εμέ; Επίβλεψον, εισάκουσον μου, Κύριε ο Θεός μου• φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον. Μήποτε είπη ο εχθρός μου• ΄Ισχυσα προς αυτόν. Οι θλίβοντες με αγαλλιάσονται, εάν σαλευθώ. Εγώ δε επί τω ελέει σου ήλπισα. Αγαλλιάσεται η καρδία μου επί τω σωτηρίω σου. άσω τω Κυρίω τω ευεργετήσαντι με και ψαλώ τω ονόματι Κυρίου του Υψίστου.
Ψαλμός ΙΓ΄. 13
Είπεν άφρων εν καρδία αυτού• ουκ έστι Θεός. Διεφθάρησαν και εβδελύχθησαν εν επιτηδεύμασιν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. Κύριος εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων, του ιδείν ει έστι συνιών ή εκζητών τον Θεόν. Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν• ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. Ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν; οι εσθίοντες τον λαόν μου εν βρώσει άρτου, τον Κύριον ουκ επεκαλέσαντο. Εκεί εδειλίασαν φόβω, ού ουκ ην φόβος• ότι ο Κύριος εν γενεά δικαίων. Βουλήν πτωχού κατησχύνατε• ο δε Κύριος ελπίς αυτού έστι. Τις δώσει εκ Σιών το σωτήριον του Ισραήλ; Εν τω επιστρέψαι Κύριον την αιχμαλωσίαν του λαού αυτού, αγαλλιάσεται Ιακώβ και ευφρανθήσεται Ισραήλ.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός ΙΔ΄. 14
Κύριε, τις παροικήσει εν τω σκηνώματι σου; ή τις κατασκηνώσει εν όρει αγίω σου; Πορευόμενος άμωμος και εργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλών αλήθειαν εν καρδία αυτού• ΄Ος ουκ εδόλωσεν εν γλώσση αυτού και ουκ εποίησε τω πλησίον αυτού κακόν και ονειδισμόν ουκ έλαβεν επί τοις έγγιστα αυτού. Εξουδένωται ενώπιον αυτού πονηρευόμενος, τους δε φοβουμένους τον Κύριον δοξάζει. Ο ομνύων τον πλησίον αυτού και ουκ αθετών• το αργύριον αυτού ουκ έδωκεν επί τόκω και δώρα επ΄ αθώοις ουκ έλαβεν. Ο ποιών ταύτα, ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα.
Ψαλμος ΙΕ΄. 15
Φύλαξον με, Κύριε, ότι επί σοι ήλπισα• είπα τω Κυρίω• Κύριος μου ει σύ, ότι των αγαθών μου ού χρείαν έχεις. Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος, πάντα τα θελήματα αυτού εν αυτοίς. Επληθύνθησαν αι ασθένειαι αυτών, μετά ταύτα ετάχυναν. Ου μη συναγάγω τας συναγωγάς αυτών εξ αιμάτων, ουδ΄ ου μη μνησθώ τω ονομάτων αυτών δια χειλέων μου. Κύριος μερίς της κληρονομίας μου και του ποτηρίου μου• συ εί ο αποκαθιστών την κληρονομίαν μου εμοί. Σχοινία επέπεσε μοι εν τοις κρατίστοις και γαρ η κληρονομία μου κρατίστη μοι έστιν. Ευλογήσω τον Κύριον τον συνετίσαντα με, έτι δε και έως νυκτός επαίδευσαν με οι νεφροί μου. Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου έστιν, ίνα μη σαλευθώ. Δια τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου, έτι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ΄ ελπίδι. Ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδην, ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. Εγνώρισας μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου• τερπνότητες εν τη δεξιά σου εις τέλος.
Ψαλμός ΙΣΤ΄. 16
Εισάκουσον, Κύριε, της δικαιοσύνης μου, πρόσχες τη δεήσει μου. Ενώτισαι την προσευχήν μου, ουκ εν χείλεσι δολίοις. Εκ προσώπου σου το κρίμα μου εξέλθοι, οι οφθαλμοί μου ιδέτωσαν ευθύτητας. Εδοκίμασας την καρδίαν μου, επεσκέψω νυκτός• επύρωσας με και ούχ ευρέθη εν εμοί αδικία. ΄Οπως αν μη λαλήση το στόμα μου τα έργα των ανθρώπων, δια τους λόγους των χειλέων σου εγώ εφύλαξα οδούς σκληράς. Κατάρτισαι τα διαβήματα μου εν ταις τρίβοις σου, ίνα μη σαλευθώσι τα διαβήματα μου. Εγώ εκέκραξα, ότι επήκουσας μου, ο Θεός• κλίνον το ούς σου εμοί και εισάκουσον των ρημάτων μου. Θαυμάστωσον τα ελέη σου, ο σώζων τους ελπίζοντας επί σε• εκ των ανθεστηκότων τη δεξιά σου φύλαξον με, Κύριε, ως κόρην οφθαλμού. Εν σκέπη των πτερύγων σου σκεπάσεις με, από προσώπου ασεβών των ταλαιπωρησάντων με. Οι εχθροί μου την ψυχήν μου περιέσχον• το στέαρ αυτών συνέκλεισαν, το στόμα αυτών ελάλησεν υπερηφανίαν. Εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσαν με, τους οφθαλμούς αυτών έθεντο εκκλιναι εν τη γη. Υπέλαβον με ωσεί λέων έτοιμος εις θήραν και ωσεί σκύμνος οικών εν αποκρύφοις. Ανάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αυτούς και υποσκέλισον αυτούς• ρύσαι την ψυχήν μου από ασεβούς, ρομφαίαν σου από εχθρών της χειρός σου. Κύριε, από ολίγων από γης διαμέρισον αυτούς εν τη ζωή αυτών,και των κεκρυμμένων σου επλήσθη η γαστήρ αυτών. Εχορτάσθησαν υείων και αφήκαν τα κατάλοιπα τοις νηπίοις αυτών. Εγώ δε εν δικαιοσύνη οφθήσομαι τω προσώπω σου• χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν σου.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός ΙΖ΄. 17
Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου. Κύριος στερέωμα μου και καταφυγή μου και ρύστης μου. Ο Θεός μου, βοηθός μου και ελπιώ επ΄ αυτόν• υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου και αντιλήπτωρ μου. Αινών επικαλέσομαι τον Κύριον και εκ των εχθρών μου σωθήσομαι. Περιέσχον με ωδίνες θανάτου και χείμαρροι ανομίας εξετάραξαν με. Ωδίνες άδου περιεκύκλωσαν με, προέφθασαν με παγίδες θανάτου. Και εν τω θλίβεσθαι με επεκαλεσάμην τον Κύριον και προς τον Θεόν μου εκέκραξα. ΄Ηκουσεν εκ ναού αγίου αυτού φωνής μου και η κραυγή μου ενώπιον αυτου εισελεύσεται εις τα ώτα αυτού. Και εσαλεύθη και έντρομος εγενήθη η γη και τα θεμέλια των ορέων εταράχθησαν και εσαλεύθησαν, ότι ωργίσθη αυτοίς ο Θεός. Ανέβη καπνός εν οργή αυτού και πυρ από προσώπου αυτού κατεφλόγισεν, άνθρακες ανήφθησαν απ΄ αυτού. Και έκλινεν ουρανούς και κατέβη και γνόφος υπό τους πόδας αυτού. Και επέβη επί Χερουβίμ και επετάσθη• επετάσθη επί πτερύγων ανέμων. Και έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού, κύκλω αυτού η σκηνή αυτού, σκοτεινόν ύδωρ εν νεφέλαις αέρων. Από της τηλαυγήσεως ενώπιον αυτού αι νεφέλαι διήλθον, χάλαζα και άνθρακες πυρός. Και εβρόντησεν εξ ουρανού ο Κύριος και ο ΄Υψιστος έδωκε φωνήν αυτού. Εξαπέστειλε βέλη και εσκόρπισεν αυτούς και αστραπάς επλήθυνε και συνετάραξεν αυτούς. Και ώφθησαν αι πηγαί των υδάτων και ανεκαλύφθη τα θεμέλια της οικουμένης από επιτιμήσεως σου, Κύριε, από εμπνεύσεως πνεύματος οργής σου. Εξαπέστειλεν εξ ύψους και έλαβε με• προσελάβετο με εξ υδάτων πολλών. Ρύσεται με εξ εχθρών μου δυνατών και εκ των μισούντων με, ότι εστερεώθησαν υπέρ εμέ. Προέφθασαν με εν ημέρα κακώσεως μου• και εγένετο Κύριος αντιστήριγμα μου. Και εξήγαγε με εις πλατυσμόν• ρύσεται με, ότι ηθέλησε με. Και ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου ανταποδώσει μοι. Ότι εφύλαξα τας οδούς Κυρίου και ουκ ησέβησα από του Θεού μου. Ότι πάντα τα κρίματα αυτού ενώπιον μου και τα δικαιώματα αυτού ουκ απέστησαν απ΄ εμού. Και έσομαι άμωμος μετ΄ αυτού και φυλάξομαι από της ανομίας μου. Και ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου, ενώπιον των οφθαλμών αυτού. Μετά οσίου όσιος έση και μετά ανδρός αθώου αθώος έση• και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση• και μετά στρεβλού διαστρέψεις. Ότι συ λαόν ταπεινόν σώσεις και οφθαλμούς υπερηφάνων ταπεινώσεις. Ότι σύ φωτιείς λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτιείς το σκοτος μου. Ότι εν σοι ρυσθήσομαι από πειρατηρίου και εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Ο Θεός μου, άμωμος η οδός αυτού• τα λόγια Κυρίου πεπυρωμένα, υπερασπιστής έστι πάντων των ελπιζόντων επ΄ αυτόν. Ότι τίς Θεός πάρεξ του Κυρίου; ή τίς Θεός πλην του Θεού ημών; Ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν και έθετο άμωμον την οδόν μου. Καταρτιζόμενος τους πόδας μου ωσεί ελάφου και επί τα υψηλά ιστών με. Διδάσκων χείρας μου εις πόλεμον• και έθου τόξον χαλκούν τους βραχίονας μου. Και έδωκας μοι υπερασπισμόν σωτηρίας και η δεξιά σου αντελάβετο μου. Και η παιδεία σου ανώρθωσε με εις τέλος και η παιδεία σου αυτή με διδάξει. Επλάτυνας τα διαβήματα μου υποκάτω μου και ουκ ησθένησαν τα ίχνη μου. Καταδιώξω τους εχθρούς μου και καταλήψομαι αυτούς και ουκ αποστραφήσομαι, έως άν εκλίπωσιν. Εκθλίψω αυτούς και ου μη δύνωνται στήναι• πεσούνται υπό τους πόδας μου. Και περιέζωσας με δύναμιν εις πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τους επανισταμένους επ΄ εμέ υποκάτω μου. Και τους εχθρούς μου έδωκας μοι νώτον και τους μισούντας με εξωλόθρευσας. Εκέκραξαν και ουκ ην ο σώζων, προς Κύριον και ουκ εισήκουσεν αυτών. Και λεπτυνώ αυτούς ωσεί χνούν κατά πρόσωπον ανέμου, ως πηλόν πλατειών λεανώ αυτούς. Ρύση με εξ αντιλογίας λαού, καταστήσεις με εις κεφαλήν εθνών. Λαός, όν ουκ έγνων, εδούλευσε μοι• εις ακοήν ωτίου υπήκουσε μου. Υιοί αλλότριοι εψεύσαντο μοι• υιοί αλλότριοι επαλαιώθησαν και εχώλαναν από των τρίβων αυτών. Ζή Κύριος και ευλογητός ο Θεός μου και υψωθήτω ο Θεός της σωτηρίας μου. Ο Θεός, ο διδούς εκδικήσεις εμοί και υποτάξας λαούς υπ΄ εμέ• ο ρύστης μου εξ εχθρών μου οργίλων. Από των επανισταμένων επ΄ εμέ υψώσεις με, από ανδρός αδίκου ρύση με. Δια τούτο εξομολογήσομαι σοι εν έθνεσι, Κύριε και τω ονόματι σου ψαλώ. Μεγαλύνων τας σωτηρίας του βασιλέως αυτού και ποιών έλεος τω χριστώ αυτού, τω Δαυίδ και τω σπέρματι αυτού έως αιώνος.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός ΙΗ΄. 18
Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα. Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν. Ουκ εισί λαλιαί ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών. Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών. Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού• και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού. Αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν αυτού• απ΄ άκρου του ουρανού η έξοδος αυτού και το κατάντημα αυτού έως άκρου του ουρανού• και ουκ έστιν ος αποκρυβήσεται της θέρμης αυτού. Ο νόμος Κυρίου άμωμος, επιστρέφων ψυχάς• η μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια. Τα δικαιώματα Κυρίου ευθέα, ευφραίνοντα καρδίαν• η εντολή Κυρίου τηλαυγής, φωτίζουσα οφθαλμούς. Ο φόβος Κυρίου αγνός, διαμένων εις αιώνα αιώνος• τα κρίματα Κυρίου αληθινά, δεδικαιωμένα επί το αυτό. Επιθυμητά υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν και γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον. Και γαρ ο δούλος σου φυλάσσει αυτά• εν τω φυλάσσειν αυτά ανταπόδοσις πολλή. Παραπτώματα τις συνήσει; εκ των κρυφίων μου καθάρισον με και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου. Εάν μη μου κατακυριεύσωσι, τότε άμωμος έσομαι και καθαρισθήσομαι από αμαρτίας μεγάλης. Και έσονται εις ευδοκίαν τα λόγια του στόματος μου και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιον σου δια παντός. Κύριε, βοηθέ μου και λυτρωτά μου.
Ψαλμός ΙΘ΄. 19
Επακούσαι σου Κύριος εν ημέρα θλίψεως• υπερασπίσαι σου το όνομα του Θεού Ιακώβ. Εξαποστείλαι σοι βοήθειαν εξ αγίου και εκ Σιών αντιλάβοιτο σου. Μνησθείη πάσης θυσίας σου και το ολοκαύτωμα σου πιανάτω. Δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι. Αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου και εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. Πληρώσαι Κύριος πάντα τα αιτήματα σου• νυν έγνων, ότι έσωσε Κύριος τον χριστόν αυτού. Επακούσεται αυτού εξ ουρανού αγίου αυτού• εν δυναστείαις η σωτηρία της δεξιάς αυτού. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις• ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. Αυτοί συνεποδίσθησαν και έπεσαν• ημείς δε ανέστημεν και ανωρθώθημεν. Κύριε, σώσον τον Βασιλέα και επάκουσον ημών, εν ή αν ημέρα επικαλεσώμεθα σε.
Ψαλμός Κ΄. 20
Κύριε, εν τη δυνάμει σου ευφρανθήσεται ο βασιλεύς και επί τω σωτηρίω σου αγαλλιάσεται σφόδρα• Την επιθυμίαν της καρδίας αυτού έδωκας αυτώ και την θέλησιν των χειλέων αυτού ουκ εστέρησας αυτόν. Ότι προέφθασας αυτόν εν ευλογίαις χρηστότητος• έθηκας επί την κεφαλήν αυτού στέφανον εκ λίθου τιμίου. Ζωήν ητήσατο σε και έδωκας αυτώ μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος. Μεγάλη η δόξα αυτού εν τω σωτηρίω σου, δόξαν και μεγαλοπρέπειαν επιθήσεις επ΄ αυτόν. Ότι δώσεις αυτώ ευλογίαν εις αιώνα αιώνος• ευφρανείς αυτόν εν χαρά μετά του προσώπου σου. Ότι ο βασιλεύς ελπίζει επί Κύριον και εν τω ελέει του Υψίστου ου μη σαλευθή. Ευρεθείη η χειρ σου πάσι τοις εχθροίς σου• η δεξιά σου εύροι πάντας τους μισούντας σε. Ότι θήσεις αυτούς εις κλίβανον πυρός εις καιρόν του προσώπου σου• Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς και καταφάγεται αυτούς πυρ. Τον καρπόν αυτών από της γης απολείς και το σπέρμα αυτών από υιών ανθρώπων. Ότι έκλιναν εις σε κακά, διελογίσαντο βουλάς, αις ου μη δύνωνται στήναι. Ότι θήσεις αυτούς νώτον• εν τοις περιλοίποις σου ετοιμάσεις το πρόσωπον αυτών. Υψώθητι, Κύριε, εν τη δυνάμει σου• άσομεν και ψαλούμεν τας δυναστείας σου.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.